-
1 механизм
1. (внутреннее устройство машины, прибора, аппарата и т.п., приводящее их в действие) о μηχανισμός, το μηχάνημα, η συσκευήвыключающий полигр. - αποσύνδεσηςглавные - ы мор. οι κύριεςμηχανέςделительный - διαιρετός -, διανεμητικός -очистительный с.-х. - καθαρισμούпалубные - ы мор. τα μηχανήματα καταστρώματος- μείωσηςтормозной - φρεναρίσματος/πέ-δησηςщёточный эл. - των ψύ-κτρων2. (совокупность состояний и процессов) η διαδικασία, ο τρόπος 3. (внутреннее устройство, система чего-л.) о μηχανισμός, η μηχανή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > механизм
-
2 зуб
1. тех. (во мн ч зубья) το δόντι, ο οδούςграбельный - του δίχαλου, διχαλωτό -2. (орган во рту для кусания, измельчения и разжевывания пищи) (во мн. ч зубы) το δόντ/ιкоронка - а анат. μύλη του - ιούглазной - ο κυνόδους, ο κυνόδονταςмолочный - γάλακτος, ο γαλαξίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зуб
-
3 нож
το μαχαίρι- бульдозера η λεπίδα του (γεω)προωθητή/της μπουλτόζαςрасклинивающий - лес. η σφήναсапожный - η φαλτσέτα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нож
-
4 цапфа
(часть оси или вала, опирающаяся на подшипник) о πείρος, ο στροφέαςведущая - ж.-д. κύριος -- ο οδηγόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цапфа
-
5 ковшовый
επ.του αντλητήρα• του κάδου. || με αντλητήρα• με κάδο•ковшовый экскаватор εκσκαφέας με κάδο.
-
6 бадейный
επ.του κάδου. -
7 кадочный
επ.του κάδου•-ое производство παραγωγή κάδων.
-
8 скипоклеть
ο συνδυασμός κλωβού (του θαλαμίσκου) και κάδου (του ορυχείου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скипоклеть
См. также в других словарях:
ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… … Dictionary of Greek
ιβανατρίς — ἰβανατρίς, ἡ (Α) [ιβανώ] το σχοινί τού κάδου με τον οποίο γίνεται άντληση από το πηγάδι … Dictionary of Greek
προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… … Dictionary of Greek
ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… … Dictionary of Greek
ληνός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 408 κάτ.) στη πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Δ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * ο (AM ληνός, ἡ και ὁ, Α δωρ. τ. λανός) μικρό κτίσμα … Dictionary of Greek
ινδανθρένιο — Οργανική ένωση του τύπου C28H14Ο4N2 (Ν–διυδρο – 1, 2, 2’, 1’ – ανθρακινόνη – αζίνη). Είναι βαθυκύανη σκόνη, πρακτικά αδιάλυτη στο νερό και στους οργανικούς διαλύτες και ανήκει στα χρώματα αναγωγής (χρώματα κάδου) της ανθρακινόνης. Είναι πολύ… … Dictionary of Greek